Σύμφωνα με τον Τσουμί, o 20ος αιώνας έφερε μεγάλες απογοητεύσεις για την αρχιτεκτονική. Οι στόχοι και τα ιδανικά των αρχιτεκτόνων μετατράπηκαν σε πρόχειρες αναπλάσεις και γραφειοκρατικές πολιτικές. Το χάσμα μεταξύ της κοινωνικής πραγματικότητας και των ουτοπικών οραματισμών μεγεθύνθηκε και έφερε, στη συνέχεια, την αρχιτεκτονική αντιμέτωπη με ένα ακόμη παράδοξο: πώς γίνεται να αμφιβάλλεις για τη φύση του χώρου αλλά ταυτόχρονα να έχεις μια χωρική εμπειρία;
Στη συνέχεια παρουσιάζονται τρεις τρόποι σκέψεις. Ο πρώτος παρουσιάζει την αρχιτεκτονική ως κάτι άυλο, εννοιολογικό, κάτι του μυαλού (η Πυραμίδα). Ο δεύτερος αναφέρεται στην πρακτική εμπειρία του βιωμένου χώρου με βάση τις αισθήσεις (ο Λαβύρινθος). Ο τρίτος ασχολείται με την αντίθεση των πρώτων δυο και το πώς να ξεφύγει κανείς από αυτό το παράδοξο (η Πυραμίδα και ο Λαβύρινθος).
Το να ορίσεις το χώρο σημαίνει να κάνεις το χώρο διακριτό αλλά και να δηλώσεις τη φύση του χώρου. Η αρχιτεκτονική και η τέχνη έχει ασχοληθεί με τον πρώτο ορισμό, ενώ η φιλοσοφία, η φυσική, τα μαθηματικά με το δεύτερο. Οι θετικές επιστήμες έχουν ορίσει το χώρο ως «ένα υλικό αντικείμενο μέσα στο οποίο τοποθετούνται όλα τα υλικά αντικείμενα». Μετά τον Ντεκάρτ, ο χώρος δεν ήταν απλά ενας διαμεσολαβητής, κάτι που ενεργοποιούσε τις ανθρώπινες αισθήσεις, αλλά κάτι απόλυτο: κυριάρχησε στις αισθήσεις και τα σώματα γιατί τα εμπεριείχε.
Το να ορίσεις το χώρο αρχιτεκτονικά σήμαινε να καθορίσεις τα όριά του. Μάλιστα, πριν τον 20ο αι., ο χώρος είχε συζητηθεί ελάχιστα απ’ τους αρχιτέκτονες. Αφ’ ότου καθιερώθηκε η ιδέα του βιωμένου χώρου, στην αρχή του 20ου αι., η αρχιτεκτονική ιστορία άρχισε να μεταφράζεται ως «η ιστορία των εννοιών του χώρου». Κατά τη δεκαετία του ’60, μετά την καθοριστική περίοδο του μεταπολέμου, οι αρχιτέκτονες μίλησαν για την πλατεία, το δρόμο, τη στοά, δίνοντας στην αρχιτεκτονική καινούριους κώδικες και συντακτικό. Άραγε, η αλλαγή αυτή στην γλώσσα ήρθε πριν τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, μετά από αυτές, ή κατά τη διάρκεια που αυτές συντελούνταν;
Πριν κανείς μελετήσει αναλυτικότερα το παράδοξο του να ορίσεις το χώρο, πρέπει να μελετήσει τους ορισμούς της ίδιας της αρχιτεκτονικής, οι οποίοι κυμαίνονται απ’ τον ορισμό – ομπρέλα «τα πάντα είναι αρχιτεκτονική» μέχρι τους αφαιρετικούς ορισμούς του Χέγκελ. Ο Χέγκελ ορίζει ως αρχιτεκτονικό στοιχείο οποιοδήποτε στοιχείο ενός κτηρίου δεν έχει κάποια χρησιμότητα – περιορίζει δηλαδή την αρχιτεκτονική σε κάποιου είδος διακοσμητικό συμπλήρωμα. Η προβληματική αυτού του ορισμού εμφανίζεται όταν προσπαθήσει κανείς να φανταστεί ένα κτήριο που δεν έχει κανένα άλλο σκοπό πέρα από την αρχιτεκτονική. Μπορεί άραγε ή αρχιτεκτονική να σταθεί από μόνη της, χωρίς να βρίσκει νόημα και δικαίωση μέσα από κάποιο εξωτερικό σκοπό;
Ο Βιτρούβιος ορίζει την αρχιτεκτονική ως «την τέχνη του να χτίζεις». Σύμφωνα με τον Μπουλέ, όμως, η αρχιτεκτονική είναι η ίδια η σύλληψη του κτηρίου πριν τη δημιουργία του, και «η τέχνη του να χτίζεις» είναι μονάχα το επιστημονικό κομμάτι της. Η ίδια η ιστορία της αρχιτεκτονικής υπενθυμίζει ότι οι χωρικές έννοιες δημιουργήθηκαν από κείμενα και σχέδια και όχι μόνο από την υλοποίηση των κατασκευών.
Παράλληλα, έρευνες που έγιναν σε σχέση με το θεώρημα του Χέγκελ τράβηξαν την προσοχή των δομιστικών γλωσσολογικών επιστημών στη Γαλλία και την Ιταλία και έδωσαν αφορμή να κυκλοφορήσουν διάφορες αναλογίες μεταξύ γλώσσας και αρχιτεκτονικής. Απ’ αυτές τις αναλογίες, δυο είναι άξιες λόγου: η πρώτη υποστηρίζει ότι το «διακοσμητικό συμπλήρωμα» του Χέγκελ λαμβάνει σημασιολογικό χαρακτήρα και δεν είναι αρχιτεκτονική, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μόνο μια αναπαράσταση. Η δεύτερη υποστηρίζει ότι η αρχιτεκτονική είναι η χρήση κάποιας γραμματικής, κάποιου συντακτικού και κάποιων συμβόλων.
Ο Τσουμί καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στην σύγχρονή του αρχιτεκτονική «η ουσία προηγείται της ύπαρξης» και ο αρχιτέκτονας είναι υπεύθυνος για τη σύλληψη της μορφής του κτηρίου χωρίς όμως να ασχολείται με την υλοποίηση του. Παράλληλα, βρίσκεται έξω από αυτό, έχει μια θέση ανάλογη του Θεού – μπορεί να εποπτεύσει τα πάντα.
Σε πλήρη αντίθεση με αυτό που ο Τσουμί αποκαλεί την Πυραμίδα της λογικής που μόλις αναλύθηκε, ο χώρος μπορεί να αντιμετωπιστεί και με μια ποιο εμπειρική προσέγγιση: βιώνοντας οι ίδιοι το χώρο με τις αισθήσεις μας και τοποθετώντας το σώμα μας μέσα του δεν έχουμε πλήρη εποπτεία του ευρύτερου χώρου. Δεν ξέρουμε τι υπάρχει πέρα απ’ ότι βλέπουμε στο οπτικό μας πεδίο, δεν γνωρίζουμε απαραίτητα που είναι η έξοδος. Είναι, άρα, σαν να βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα Λαβύρινθο.
Όσον αφορά το χάσμα μεταξύ ρεαλισμού και ουτοπικών οραματισμών που προκάλεσε τις μεγάλες αρχιτεκτονικές απογοητεύσεις, ως καταλύτης έδρασε το σύστημα παραγωγής. Η ανακατανομή των θέσεων εργασίας ως στόχος οργάνωσε την αρχιτεκτονική ξανά.
Παρόλα αυτά, το ερώτημα που ταλαιπωρεί την αρχιτεκτονική – αν μπορεί να σταθεί από μόνη της ή αν πρέπει πάντα να υπηρετεί κάποιο μεγάλο σκοπό – παραμένει. Άραγε, η κοινωνική λειτουργία της αρχιτεκτονικής χρησιμοποιείται ως δικαιολογία που καλύπτει την έλλειψη λειτουργίας της; Ο Τσουμί θεωρεί ότι η αρχιτεκτονική ακροβατεί μεταξύ αυτονομίας και υποχρέωσης χωρίς να μπορεί να βρει την ισορροπία. Αντιμέτωπη με το παράδοξο του χώρου, το Λαβύρινθο και την Πυραμίδα, η αρχιτεκτονική είναι, κατά τον Τσουμί, καταδικασμένη. Είναι πάντα ατελής γιατί κάπου θα υπάρχει κάποιο ελάττωμα – ή στο concept ή στην πραγμάτωσή της.
Όμως, το πρόβλημα αυτό θα λυθεί όταν βρεθεί η απαραίτητη ισορροπία μεταξύ του αρχιτεκτονικού κανόνα και της ευχαρίστησης της εμπειρίας του χώρου. Αν πάρουμε ως δεδομένο ότι ο ερωτισμός χρειάζεται τόσο υπερβολή όσο σύστημα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι το ίδιο συμβαίνει και στην αρχιτεκτονική. Συνεπώς, η αρχιτεκτονική είναι το απόλυτο ερωτικό αντικείμενο, αφού συνδυάζει ένα σύστημα κανόνων και ταυτόχρονα προσφέρει μια εμπειρία των αισθήσεων.
Η κάθε κοινωνία περιμένει από την αρχιτεκτονική να αντικατοπτρίσει τα ιδανικά της και να εξομαλύνει τους φόβους της. Η αποκήρυξη του αρχιτεκτονικού διακόσμου απ’ τον μοντερνισμό και η επιβράβευση της ειλικρινούς κατασκευής και απλότητας στην πραγματικότητα είχε πιο ασυνείδητα αίτια. Ο μόνη μορφή του θανάτου που αποδεχόμαστε είναι τα λευκά, καθαρά κόκκαλα. Ενώ το κίνημα αυτό αυτοπροσδιοριζόταν «μοντέρνο» και ανεξάρτητο απ’ την μπουρζουαζία, η αποστροφή του από τα μουχλιασμένα σπίτια και τα σκοροφαγωμένα μπουντουάρ πήγαζε μόνο από τον αντικατοπτρισμό του μεγαλύτερου φόβου της κοινωνίας – το θάνατο.
Συνεπώς, οι μόνες αποδεκτές μορφές της αρχιτεκτονικής ήταν είτε η υγιής, ζωντανή, ειλικρινής και απλή κατασκευή, ή τα σεβάσμια λευκά κουφάρια όπως ο Παρθενώνας.
Η κοινωνία ταράζεται όταν βρεθεί αντιμέτωπη με τις άκοσμες πτυχές του αισθησιασμού. Ο Μπατάιγ, σύγχρονος του Λε Κορμπυζιέ, τόνισε ότι οι δυο θεμελιώδεις απαγορεύσεις της ανθρωπότητας έχουν να κάνουν αφ’ ενός με το θάνατο και αφ’ ετέρου με την αντιδιαμετρική του σεξουαλική αναπαραγωγή. Ο Μοντερνισμός λάτρεψε τόσο το θάνατο όσο και τη ζωή, αλλά ξεχωριστά. Στους μοντέρνους αρχιτέκτονες δεν αρέσει η ζωή όταν αναπαριστά το θάνατο: τα κτήρια σε σήψη, η φθορά του χρόνου πάνω τους. Δεν είναι τυχαίο που ο Μοντερνισμός χρησιμοποιεί τόσο το γυαλί – ένα υλικό που δεν αποκαλύπτει τα σημάδια του χρόνου.
Ο Τσουμί αποκαλύπτει, στη συνέχεια, ότι η αρχιτεκτονική συμβαίνει όταν η αρχιτεκτονική είναι ταυτόχρονα και η ζωή και ο θάνατος, όταν η ίδια η εμπειρία του χώρου γίνεται η αιτία της αρχιτεκτονικής.
- 2.Program
Τα όρια της αρχιτεκτονικής είναι μεταβλητά, αφού κάθε δεκαετία έχει τις δικές της μόδες, το δικό της χαρακτήρα. Η εναλλαγή όμως των εκάστοτε συνηθειών φέρνει πάντα στην επιφάνεια το ίδιο ερώτημα: υπάρχουν επαναλαμβανόμενα, σταθερά αρχιτεκτονικά στοιχεία που ορίζουν τα όρια της αρχιτεκτονικής;
Η αρχιτεκτονική σπάνια παρουσιάζει μια τέτοια συνεκτικότητα εννοιών. Παρόλα αυτά, κάποια πρότυπα επιβιώνουν αρκετούς αιώνες. Για παράδειγμα, η τριλογία του Βιτρούβιου: η ομορφιά, η στατικότητα και η λειτουργικότητα. Μπορούμε όμως να πούμε ότι αυτές οι τρεις ποιότητες κάνουν την αρχιτεκτονική αυτό που είναι, διαμορφώνουν τα όρια της, και έξω απ’ αυτά, η αρχιτεκτονική δεν υπάρχει; Ή, εν αντιθέσει, η αδράνεια που τις χαρακτηρίζει φανερώνει μια πνευματική οκνηρία;
Ο 20ος αιώνας διέκοψε την κυριαρχία της τριλογίας του Βιτρούβιου. Η βιομηχανοποίηση εξελισσόταν ραγδαία και η αρχιτεκτονική έπρεπε να στραφεί προς τα κει. Οι αρχιτέκτονες άρχισαν να χρησιμοποιούν καινούριους κώδικες και καινούριο λεξιλόγιο. Η «ομορφιά» του Βιτρούβιου διαγράφθηκε απ’ την αρχιτεκτονική γλώσσα. Ο αρχιτεκτονικός λόγος επηρεάστηκε από τη δομιστική γλωσσολογία.
Η δεύτερη αρχιτεκτονική ποιότητα του Βιτρούβιου, η στατικότητα, κυριολεκτικά ξεχάστηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60. Όλοι ήξεραν πως οτιδήποτε ήθελαν μπορεί να υλοποιηθεί, αρκεί να πλήρωναν γι’ αυτό.
Τέλος, η λειτουργικότητα, ή αλλιώς, η κατάλληλη διευθέτηση του χώρου, έχει να κάνει με το σώμα, την αρχή και το τέλος της αρχιτεκτονικής. Το Καρτεσιανό σώμα – αντικείμενο αντιτίθεται στο φαινομενολογικό σώμα – υποκείμενο, η υλικότητα και η λογική του σώματος αντιτίθεται στην υλικότητα και τη λογική του χώρου. Ο χώρος δεν είναι απλά η τρισδιάστατη προβολή μιας αναπαράστασης, αλλά είναι κάτι που μπορούμε να ακούσουμε, να αγγίξουμε, να νιώσουμε. Το σώμα δεν κινείται απλά στο χώρο αλλά παράγει χώρο με την κίνησή του. Οι κινήσεις είναι η εισχώρηση των γεγονότων της ζωής στον αρχιτεκτονικό χώρο. Αυτά τα γεγονότα μετατράπηκαν τελικά σε σενάρια και κτηριολογικά προγράμματα.
Κατά συνέπεια, η τριλογία του Βιτρούβιου διατυπώνεται ξανά, με διαφορετικό τρόπο. Γίνονται διακρίσεις ανάμεσα στο πνευματικό, το φυσικό και τον κοινωνικό χώρο, ανάμεσα στη γλώσσα, την ύλη και το σώμα. Οι αλλαγές που υπέστη η αρχιτεκτονική ήταν ολοφάνερες και αφορούσαν τη σχέση της με τον αρχιτεκτονικό λόγο, με τα υλικά που την συνέθεταν και τη σχέση της με τα άτομα και την κοινωνία. Τέλος, ήταν πλέον φανερό ότι η αρχιτεκτονική δεν μπορεί να βρεθεί μόνο στο ίδιο το κτήριο, αλλά και στις αναπαραστάσεις του.
Σύμφωνα με τον Τσουμί, οι υποθέσεις που αφορούν τα [κτηριολογικά] προγράμματα είναι νοσηρές και νοσταλγικές του φονξιοναλισμού, ο οποίος είναι, πλέον, παρωχημένος. Όσο αναπτυσσόταν με ραγδαίους ρυθμούς η βιομηχανοποίηση και η αστικοποίηση, διαμορφώνονταν διάφορα προγράμματα που θα αντικατόπτριζαν και θα έδιναν μορφή στη νέα κοινωνία. Η πολυπλοκότητά τους και η αντίθεση μεταξύ του ουτοπικού οραματισμού και της πραγματικότητας έφερναν ένα μεγάλο ρίσκο: την απόλυτη ασυνέχεια μεταξύ μορφής και περιεχομένου.
Παράλληλα, πολλά κτήρια που αποκτούσαν μια άλλη χρήση από αυτήν για την οποία κατασκευάστηκαν λειτουργούσαν χωρίς πρόβλημα. Πιστοποιούσαν, δηλαδή, ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει, απαραίτητα, κάποια στενή σχέση μεταξύ μορφής και λειτουργίας. Υπήρξαν όμως, και περιπτώσεις που δεν αντιμετώπισαν τη μορφή και τη λειτουργία ως δυο διαφορετικά και αντιθετικά στοιχεία αλλά προσπάθησαν να συλλάβουν εξ’ αρχής την αρχιτεκτονική ως ένα σύνολο των επιμέρους στοιχείων της.
Στη συνέχεια αναλύεται το πώς η αρχιτεκτονική δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να υπάρχει βία. Ο συγγραφέας συμπληρώνει ότι με τον όρο «βία» εννοεί την έντονη σχέση μεταξύ ατόμων και των χώρων που τα περιβάλλουν. Κάθε σχέση μεταξύ ενός κτηρίου και των κατοίκων του είναι μια σχέση βίας, αφού σημαίνει την εισχώρηση ενός σώματος σε ένα δεδομένο χώρο, την εισχώρηση μιας τάξης σε μια άλλη.
Το να μπαίνεις σε ένα κτήριο μπορεί να είναι μια διακριτική πράξη, αλλά παραβιάζει την ισορροπία μιας καλομελετημένης γεωμετρίας. Τα σώματα, μέσω των κινήσεων, παράγουν καινούριους, απρόσμενους χώρους. Γιατί άλλωστε οι αρχιτεκτονικές φωτογραφίες δεν περιέχουν ποτέ ανθρώπους; Παρόλα αυτά, κάθε αρχιτεκτονικός χώρος υπονοεί την ύπαρξη του κατοίκου του και αναζητά την απρόσκλητη παρουσία του.
Παράλληλα, όμως, μπορεί να συμβεί και το αντίστροφο. Ο ίδιος ο χώρος μπορεί να γίνει βίαιος ως προς τον κάτοικό του. Μπορεί κανείς εύκολα να φανταστεί δωμάτια πολύ μεγάλα ή πολύ μικρά, ταβάνια υπερβολικά ψηλά ή πολύ χαμηλά, λευκά δωμάτια με πλήρη ηχομόνωση, απότομες σκάλες, διαδρόμους φτιαγμένους πολύ στενούς. Γιατί όμως η αρχιτεκτονική ποτέ δεν αποσκοπεί στο να δημιουργήσει δυσάρεστους χώρους, ενώ η ευχαρίστηση που προκαλείται απ’ τη βία είναι παρούσα σε πολλούς άλλους κλάδους, όπως την παράφωνη μουσική, τις ταινίες με μαφιόζους, τη λογοτεχνία του Μαρκήσιου ντε Σαντ;
Όπως κάθε μορφή βίας, η βία της αρχιτεκτονικής είναι Διονυσιακή και εμπεριέχει την πιθανότητα της αλλαγής, της ανανέωσης.
- 3.Disjunction
Ένα σταθερό σημείο αναφοράς στο πάρκο της La Villette είναι η τρέλα, η οποία απεικονίζει όσο τίποτα άλλο τι επικρατούσε στο τέλος του 20ου αι. : την αποσύνδεση και τον διαχωρισμό της μορφής, της χρήσης και των κοινωνικών αξιών.
Σύμφωνα με το Φουκώ, η τρέλα φέρνει στην επιφάνεια κοινωνικά και φιλοσοφικά ερωτήματα. Χωρίς το κακό, το καλό δεν υπάρχει. Αντίστοιχα, χωρίς τον παράφρονα, δεν υπάρχει ο φυσιολογικός. Στην πραγματικότητα, η περιθωριοποίηση της τρέλας συμβάλλει στη διατήρηση του κοινωνικού συστήματος.
Ο Τσουμί βασίζεται στη θεωρία του Φουκώ για την τρέλα και τοποθετεί δυο διαφορετικές αρχιτεκτονικές σε αντιδιαμετρικές θέσεις. Απ’ τη μια, η «καλή, φυσιολογική» αρχιτεκτονική (τυπολογίες, μοντερνιστικά κινήματα, ρασιοναλισμός κτλ) και απ’ την άλλη ακραίες αρχιτεκτονικές καταστάσεις και απαγορεύσεις.
Πολλά που έχουν να κάνουν με την πρακτική εφαρμογή της αρχιτεκτονικής – η σύνθεση, η τάξη, το όραμα για πρόοδο και συνεκτικότητα- δεν μπορούν πια να εφαρμοστούν στο σήμερα. Αυτό γιατί η αρχιτεκτονική υπάρχει μόνο στον κόσμο στον οποίο την τοποθετούν. Αν αυτός ο κόσμος επικροτεί την ασυνέχεια και καταστρέφει την ενότητα, η αρχιτεκτονική σίγουρα θα αντικατοπτρίσει τα φαινόμενα αυτά.
Σύμφωνα με τον Πάνκοφ, στη σχιζοφρένεια κάτι συμβαίνει που διαταράσσει τη σχέση του ασθενούς με την πραγματικότητα και καταστρέφει τη σχέση μορφής και περιεχομένου. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με την σύγχρονη πόλη και τα μέλη της (πιο συγκεκριμένα, το πάρκο της La Villette).
Για να σχεδιάσει το πάρκο, ο Τσουμί απέρριψε τους δυο κλασικούς τρόπους αστικού σχεδιασμού (τη σύνθεση ενός αστικού χώρου απ’ το μηδέν και τη βελτίωση μιας υφιστάμενης κατάστασης). Προσπάθησε να σχεδιάσει το αστικό πάρκο ψάχνοντας ένα μέσο (ένα αφηρημένο σύστημα που διαμεσολαβεί μεταξύ του οικοπέδου και μια άλλης έννοιας που ξεπερνά την πόλη ή το κτηριολογικό πρόγραμμα).
Χρησιμοποιήθηκε επίσης κάποιο είδος κανάβου, ενός πανάρχαιου αρχιτεκτονικού στοιχείου που έχει χρησιμοποιηθεί τόσες πολλές φορές που κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει την προέλευσή του. Είναι δηλαδή ανώνυμο. Επίσης, μέσα από την κανονικότητα και την επανάληψη που εμπεριέχει μπορεί να πεις κανείς ότι δεν έχει κέντρο ή ιεραρχία.
Είναι άραγε το πάρκο της La Villette η υλοποίηση μια θεωρίας ή ένα θεωρητικό κτήριο; Το project είχε έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό: να αποδείξει ότι μπορεί να υπάρξει αρχιτεκτονική οργάνωση χωρίς να προσφύγει κανείς στους παραδοσιακούς κανόνες της σύνθεσης, της ιεραρχίας και της τάξης.
Αν πάρει κανείς ως δεδομένο την τριλογία κατά την οποία ο Βιτρούβιος ορίζει την αρχιτεκτονική, το πάρκο ουσιαστικά στρέφεται ενάντια στην αρχιτεκτονική και ενάντια στον εαυτό του. Το πάρκο ενθαρρύνει τη σύγκρουση και όχι την αρμονική σύνθεση, τον κατακερματισμό και όχι την ενότητα, την τρέλα και το παιχνίδι και όχι την προσεκτική οργάνωση. Δεν υπάρχει πια καμία σχέση μεταξύ αρχιτεκτονικής και προγράμματος. Η αρχιτεκτονική πλέον αποστασιοποιείται από τον εαυτό της και από το πρόγραμμα που πρέπει να εκπληρώσει.
Το πρόγραμμα όμως, παραμένει ένα πολύ σημαντικό θέμα και δεν πρέπει να εξαφανιστεί από τον κόσμο της αρχιτεκτονικής. Αντίθετα, πρέπει να μεθερμηνευτεί, να ξαναγραφτεί, να αποδομηθεί απ’ τον αρχιτέκτονα.
Στη συνέχεια, ο Τσουμί παραθέτει κάποια στοιχεία που θα αποτελέσουν τον κοινό παρονομαστή για την αρχιτεκτονική «ασυνέχεια» και τις μεθόδους της.
α. Η απόρριψη της έννοιας της σύνθεσης και η αντικατάστασή της με την ασυνέχεια,
β. την απόρριψη της παραδοσιακής αντίθεσης μεταξύ χρήσης και αρχιτεκτονικής μορφής και την αντικατάστασή της με την υπέρθεση και την αντιπαράθεσή τους
γ. την έμφαση στην ασυνέχεια, το διαχωρισμό, την υπέρθεση έτσι ώστε να καταστραφούν τα όρια της αρχιτεκτονικής δίνοντάς της έναν καινούριο ορισμό.
Τα τείχη που περικύκλωναν τις πόλεις έχουν καταρρεύσει και μαζί τους και οι κανόνες που όριζαν το μέσα και το έξω. Σύμφωνα με τον Paul Virilio, οι πόλεις έχουν απορρυθμιστεί. Αυτό που λεγόταν παλιότερα αστικός σχεδιασμός έχει αντικατασταθεί με έναν συνδυασμό αόρατων αντικειμένων.
Η αρχιτεκτονική ήταν κάποτε η τέχνη των αναλογιών. Διευκόλυνε ολόκληρους πολιτισμούς να μετρήσουν το χώρο και το χρόνο. Πλέον, η ταχύτητα και η τηλεπικοινωνία έχει μετατρέψει το ρόλο της αρχιτεκτονικής σε κάτι άλλο. Η ταχύτητα επιμηκύνει το χρόνο.
Βέβαια, το φυσικό περιβάλλον ακόμα υπάρχει και η φαινομενική μονιμότητά του συνεχώς αμφισβητείται από την άυλη αναπαράσταση αφηρημένων συστημάτων όπως πχ, η τηλεόραση.
Η πόλη και η αρχιτεκτονική έχουν χάσει το παλιότερο νόημά τους: τα μνημεία, τις συμμετρίες τους άξονες. Αυτά τα στοιχεία έχουν πλέον κατακερματιστεί. Πως μπορεί όμως η αρχιτεκτονική να διατηρήσει κάποια σταθερότητα μ’ αυτά τα δεδομένα; Είναι αδύνατο, εκτός κι αν αποφασιστεί ότι η τυχαιότητα, ο κατακερματισμός θα γίνει ο νέος κανόνας των πραγμάτων.
Το ερώτημα της εποχής μας είναι το εξής: Να αναπαραστήσουμε την κατασκευή ή να κατασκευάσουμε την αναπαράσταση;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου